«Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» της Σοφίας Προκοπίδου

Με τρυφερότητα, ιδιάιτερο χιούμορ και παράθεση ιστορικών γεγονότων η Σοφία Προκοπίδου έπλασε μια σειρά απο διηγήματα που συνθέτουν τις αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, στην πρώην ΕΣΣΔ και την Ελλάδα.
Στις 10 Απριλίου η συγγραφέας με "Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι΄΄ ταξιδεύει στην Αθήνα για την παρουσίαση, του ξεχωριστού, αυτού βιβλίου, σε μια εκδήλωση με μουσική, αναγνώσεις και ιστορικές τεκμηριώσεις.

Χάρηκα πολύ όταν η Σοφία μου πρότεινε να μιλήσω για αυτό το βιβλίο. Κάθε διήγημα ΄΄γεννα΄΄ ήρωες πραγματικούς. Τους νιώθεις δίπλα σου. η σκέψη και τα συναισθήματά τους σε επηρρεάζουν και στο τέλος συνδέεσαι τρυφερά και φυσικά μαζί τους. 
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και παραθέτω ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο με τίτλο: ΄΄Πως ο θείος Κώστας έφτυσε τον Λένιν''

Σας περιμένουμε να γνωρίσετε, όλους τους ήρωες στο Μέγαρο του Δημαρχείου Καλλιθέας.

                                                                                                                          Νατάσα Μποζίνη





«Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» είναι συλλογή 18 διηγημάτων με μία κεντρική ηρωίδα την Αντιγόνα που είναι στη θέση της ακροάτριας ή παρατηρήτριας, αλλά και πρωταγωνίστριας  στα γεγονότα που συμβαίνουν στην πρώην ΕΣΣΔ –και την Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια.

Οι τίτλοι των διηγημάτων (νουβελών ) λένε από μόνοι τους: «Ο μικρός Στάλιν», «Ο Αχιλλέας και ο Βοροσίλοβ», «Ο ξάδελφος Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β'» , «H γιαγιά Μαρία, o γάτος και o Στάλιν», «Πως ο θειος Κώστας έφτυσε το Λένιν», «Ο Όμηρος και η Μαρία Κάλλας», «Ο Αχιλλέας και το 26ο συνέδριο του ΚΚΣΕ». «Μυστική οργάνωση «Παιδαγωγική Εταιρία», «ΚΚΣΕ και το νεφρό της Αντιγόνας», «Ο «Γάμος» της 25ης Μαρτίου»…


Αλλά και τα υπόλοιπα διηγήματα: «Η γιαγιά – ρατσίστρια», «Η γριά Λεμόνα φεύγει στον Παράδεισο», «Γλυκό από  σύκα», «Το θέατρο του Αχιλλέα», «Οι θείοι Σόνια και Κόλια και η γουρούνα τους Κάτκα», «Ο Πατέρας Βάνια»,  «Η Βάλια, το ποδήλατο της και ο έρωτας του Βάνια», «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι»,  επίσης αναφέρονται στις προσωπικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην εποχή μεγάλων ιστορικών αλλαγών.

Οι ήρωες περνούν από πολλές συμπληγάδες και φτάνουν σε ένα και μοναδικό καταφύγιο που έχει μόνιμες αξίες και τους δυναμώνει για να συνεχίζουν τη Ζώη τους. Είναι η αγάπη και αθωότητα, που τους σώζει και τους δίνει ελπίδα και ευτυχία. Όλοι τους είναι πραγματικά ευτυχισμένοι άνθρωποι γιατί μπόρεσαν και επιβίωσαν με όχημα τη απόλυτη πίστη ότι ... η ζωή είναι ωραία  ότι και αν μας επιφυλάσσει η μοίρα, γιατί το κάθε τέλος είναι και μια αρχή.

                                             Σοφία Προκοπίδου

 Η συγγραφέας



Η Σοφία Προκοπίδου είναι δημοσιογράφος. Στην Ελλάδα ζει  από το 1990. Είναι φιλόλογος της ρωσικής φιλολογίας και εργάστηκε πολλά χρόνια στη Μέση εκπαίδευση ως καθηγήτρια στο Σότσι της Ρωσίας.
Τα τελευταία 16 χρόνια εργάζεται  στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ. 

Έχει γράψει στην ελληνική γλώσσα δυο θεατρικά έργα «Η χώρα των μανταρινιών» και «Η Ρόζα και η ‘Αντα»  και μια συλλογή διηγημάτων  «Μια βαλίτσα μαύρο χαβιάρι» που  είναι και το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο. 





Πως ο θειος Κώστας έφτυσε τον Λένιν

Η Αντιγόνα λάτρευε τη Μόσχα. Η Κόκκινη Πλατεία της πρωτεύουσας ήταν τόπος προσκυνήματος. Όσες φορές  πήγαινε στη Μόσχα κάθε φορά  πήγαινε και  στην Κόκκινη Πλατεία. Αλλά ποτέ δεν μπήκε στο Μαυσωλείο, όπου βρισκόταν το λείψανο του «πιο ανθρώπινου ανθρώπου», όπως έλεγε το κόμμα. Ήταν ο Λένιν.  Παλιά δεν άντεχε τις τεράστιες ουρές, δεν της άρεζε να περιμένει τόσο πολύ, για να ικανοποιήσει  την περιέργειά της. Αλλά τα τελευταία χρόνια, μετά την κατάρρευση της χώρας, δεν υπήρχαν πια ουρές και θα μπορούσε άνετα να δει τον «Αγαπητό  Λένιν»
Ο λαός μετά τη στροφή στον καπιταλισμό δεν ήθελε πλέον το Λένιν και το σύνθημα «Το έργο του Λένιν ζει!» το έκαναν: «Το σώμα του Λένιν ζει!» Βέβαια στα ρωσικά ήταν  εύστοχο  λογοπαίγνιο γιατί το «έργο» λεγόταν  «ντέλο» και το σώμα «τέλο». Ήταν σαρκαστικό, αλλά οι άνθρωποι, που έπαψαν να φοβούνται πλέον το Λένιν, ήθελαν να εκφραστούν. Τόσα χρόνια περίμεναν να πουν την  αλήθεια, αυτό που αισθάνονταν  στην πραγματικότητα. Ότι  το σώμα του βρίσκεται στη  σαρκοφάγο και είναι εκτεθειμένο  για προσκύνημα, αλλά ακόμα «υπάρχει».



«Πάμε να το δούμε το Λένιν, γιατί μάλλον θα τον θάψουν επιτέλους και θα μετανιώσεις που  έχασες την τελευταία ευκαιρία να τον δεις. Ανήκει στην  ιστορία και πρέπει να τη σεβόμαστε»,  πρότεινε ο φίλος της Αντιγόνα, ο Νίκος Σιδηρόπουλος,  ένας Έλληνας Μοσχοβίτης ιστορικός.

Η Αντιγόνα συμφωνούσε ότι έπρεπε να έχει τη δική της άποψη για το λείψανο του Λένιν  και δέχτηκε την πρόταση του φίλου της.

Αλλά δεν τους άφησαν να μπουν. «Ο Λένιν είναι σε συντήρηση», έλεγε η γραπτή ανακοίνωση.

Δεν χάνουμε και τίποτα, πάμε για καφέ  είπε η Αντιγόνα. Ουσιαστικά είχε δεχτεί την πρόταση του Νίκου γιατί δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι.

Κι ο Νίκος χάρηκε γιατί είχε πάει πολλές φορές. Ως μοσχοβίτης  τακτικά  φιλοξενούσε τους συγγενείς του από το Καζακστάν και τη Νότια Ρωσία. Και σε  όλους έκανε ξενάγηση στην πρωτεύουσα και την Κόκκινη Πλατεία με αποκορύφωμα την επίσκεψη στο Μαυσωλείο. Ήταν δρομολόγιο καθιερωμένο για τον κάθε σοβιετικό πολίτη – επισκέπτη της Μόσχας.  Κουραζόταν  πάντα να ικανοποιήσει την περιέργεια συγγενών και φίλων του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Η  φιλοξενία ήταν άγραφος νόμος: δεν υπάρχει «δεν μπορώ», «δεν έχω χρόνο» ή «δεν έχω χρήματα», υπάρχει μόνον «πρέπει».

«Κρατάμε συγγένειες και φιλίες εμείς οι Έλληνες,  καμιά φορά γινόμαστε και θύματα,  εγώ πήρα απόφαση να μη χαλάσω σχέσεις με κανέναν και έκανα ότι μπορούσα να μείνουν όλοι πάντα ικανοποιημένοι», είπε ο Νίκος.  «Μόνο το θείο τον Κώστα φοβόμουν να τον πάω στο Μαυσωλείο, γιατί ο θειος μου είχε ένα απώτερο σκοπό στη ζωή του, να δει τον Λένιν και να τον φτύσει. Ήταν φούρναρης και σε όλη του τη ζωή έψηνε ψωμί, αγαπούσε πολύ τη δουλειά του. Αλλά είχε και ένα μίσος για τον  Λένιν και τον Στάλιν. Ήταν ένθερμος αντικομουνιστής. Αυτό έγινε μετά, όταν εξόρισαν την οικογένειά του σε 24 ώρες από το Κουμπάν, και αυτός δεν πρόλαβε καν να τους δει, γιατί δούλευε στο μεγάλο φούρνο σε μια άλλη πόλη μερικά χιλιόμετρα μακριά και δεν ήξερε τίποτα. Πληγώθηκε πολύ. 

Η Αντιγόνα αμέσως ζωντάνεψε: «Θέλω να τον γνωρίσω!», είπε.

«Ο θείος Κώστας έχει πεθάνει το 1998, στην Αθήνα. Και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν συγχώρησε τους κομμουνιστές για όλα αυτά που πέρασε αυτός και η οικογένεια του. Εξορίες, φυλακές και θάνατοι.  Τον μισούσε τον Λένιν, και θεωρούσε το κομμουνιστικό  κόμμα απάνθρωπο γιατί με σημαία «την ανθρωπιά» είχε φέρει μεγάλες δυστυχίες στον αθώο κόσμο και στους Έλληνες.



===

Τελικά ο Νίκος δεν γλίτωσε από τον «επικίνδυνο» θείο.  Πριν την αναχώρηση του θείου Κώστα για πάντα στην Ελλάδα, το Νοέμβριο του 1989, όταν ήταν όλα τα  έγγραφα ανάκτησης της ελληνικής ιθαγένειας τακτοποιημένα, ξαφνικά ο θείος εξέφρασε την επιθυμία να πάει στο Μαυσωλείο, ενώ ήταν  στην τελική ευθεία της "μεγάλης ιδέας",  της φυγής στην Ελλάδα..

«Παραγγείλαμε εισιτήρια για το τρένο από το σιδηροδρομικό σταθμό «Κιέβσκι» και μου λέει «Όχι, θέλω αύριο, πριν φύγω στην Ελλάδα, να με πας  στο Μαυσωλείο! Να τον αποχαιρετήσω».

«Μα θείε, εσύ  ποτέ δεν ήθελες τον Λένιν, έλεγες ότι είναι για φτύσιμο αυτός ο άνθρωπος!»
«Ακριβώς γι’ αυτό θέλω να πάω να τον δω πριν φύγω από αυτήν την καταραμένη χώρα!»
Ο Νίκος κάτι υποψιάστηκε, γιατί ήξερε καλά τον θείο του. Ήταν ξεροκέφαλος και  πεισματάρης, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, να του πάει κόντρα. Ήταν ο  αγαπημένος και σεβαστός θείος. 

Στην Κόκκινη Πλατεία περίμεναν πολύ ώρα στη μεγάλη ουρά  που ξεκινούσε  από το πάρκο. Πριν την είσοδο στο Μαυσωλείο, μπροστά στη φρουρά, τους  αστυνομικούς και τους ανθρώπους της υπηρεσίας πληροφοριών ο θείος Κώστας  έβγαλε το καπέλο του, έκανε  ένα τριπλό σταυρό και είπε φωνακτά: «Επιτέλους, διάβολε, θα σε δω και θα σε φτύσω! "  και μπήκε μέσα.



Θυμάμαι από το φόβο έβγαλα κρύο ιδρώτα, κόπηκαν τα πόδια μου .
Ομολογώ,  ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί του. Το 1989, παρά τις δημοκρατικές αλλαγές  στη χώρα, ακόμα δεν μπορούσαμε  να εκφραζόμαστε ελεύθερα. Υπήρχε και ο κίνδυνος της απαγόρευσης της εξόδου από τη χώρα. Και εγώ δεν άντεχα να έχω προβλήματα εξαιτίας του καπρίτσιου του θείου μου. Άρχισα να τον παρακαλάω να μην το κάνει. Δηλαδή να μη φτύσει τον Λένιν. Ο θείος δεν συμφωνούσε μαζί μου, επέμενε πως πρέπει να το κάνει στη μνήμη της μάνας του, του πατέρα του, των αδελφών του που σκοτώθηκαν στα γκούλαγκ, και αυτών που έμειναν ζωντανοί, η ζωή τους έγινε  κόλαση στη Σιβηρία  και  το Καζακστάν».

«Μη με παρακαλάς, θα το κάνω, γι’ αυτό ήρθα», επέμενε ο θείος.



Ο Νίκος ξαφνικά δάκρυσε από την αδυναμία του και του είπε: «Θείε μου, εσύ αύριο φεύγεις στην Ελλάδα, αλλά εγώ θα μείνω εδώ. Σπουδάζω, θέλω να βρω καλή δουλειά να κάνω καριέρα. Δεν θα φτύσεις το Λένιν, θα φτύσεις το μέλλον μου!»

Ο θείος κοίταξε τον αδύναμο ανεψιό του και προβληματίστηκε. Σίγουρα αγαπούσε τον Νίκο, το γόνο του γένους Σιδηρόπουλου, αλλά  η συγκίνησή του κράτησε για κάποια δευτερόλεπτα και επέμενε: «Πρέπει να τον φτύσω είναι σημαντικό αυτό και για  εσένα, Αν τον φτύσω τότε θα απελευθερωθούμε απ’ αυτόν το διάβολο, θα είσαι πιο  ελεύθερος,  περήφανος». Ο Νίκος κατάλαβε ότι έρχεται το τέλος του. Αμέσως φαντάστηκε πως συλλαμβάνουν το θειο του και τον ίδιο μαζί του, τους πάνε στην Ασφάλεια, τους ανακρίνουν προσπαθώντας να αποκαλύψουν  σε  ποια μυστική υπηρεσία ξένης χώρας υπηρετούν. Μετά του ήρθε μια παρήγορη ιδέα. «Αν μας συλλάβουν θα πω ότι ο θειος μου είναι τρελός…», σκέφτηκε.

Πλησίαζαν  πια τη σαρκοφάγο. Ο Νίκος  περίμενε τα χειρότερα. Ο θυμωμένος θείος με ένα ύφος αυστηρό, πήγε κοντά στον Λένιν, κοίταξε το πρόσωπο του για μερικά δευτερόλεπτα και είπε ψιθυριστά, αλλά ο Νίκος το άκουσε. «Σε φτύνω όχι με τα σάλια μου, γιατί ο Νίκος δεν με αφήνει να το κάνω, απλά σε φτύνω με όλη μου την ψυχή, να το ξέρεις!»  Και έκανε μια απειλητική κίνηση προς τη σαρκοφάγο.

Ο Λένιν ήταν «αδιάφορος» για όλα αυτά. Και ξαφνικά  ο θείος Κώστας συνειδητοποίησε  ότι ο Λένιν δεν είναι τίποτα,  είναι  ένα απλό συνηθισμένο ταλαιπωρημένο  πτώμα που πάνω από μισό αιώνα περιμένει να μπει στο χώμα και δεν το αφήνουν. Τότε ο θείος Κώστας, συγκινήθηκε. Λυπήθηκε το πτώμα του Λένιν. Σκέφτηκε «ίσως είναι κατάρα για  ολόκληρο το λαό, που δεν τον θάβουν. Και αν τον έθαβαν ίσως η χώρα δεν θα είχε περάσει τόσες δοκιμασίες και δυστυχίες από το κόμμα του Λένιν. Τον κοίταξε ακόμα μια φορά, και γύρισε το κεφάλι του στο φρουρό. Όλος ο θυμός του πήγε σ’ αυτόν, τον κοίταξε και αυτόν αυστηρά και του είπε φωναχτά «Γεια σας! Και αντίο!» Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και βγήκε έξω με βήματα μεγάλα και δυνατά.

Ο Νίκος δεν πίστευε στα μάτια του. «Σώθηκα, σκέφτηκε. σώθηκε και ο θείος, τώρα μπορεί να φύγει στην Ελλάδα!» 


===

Χαιρετίζοντας το  θείο Κώστα  στο σιδηροδρομικό σταθμό Κίεφσκι, ο Νίκος σκέφτηκε ότι  τελικά ίσως είχε δίκιο ο θείος. Πριν φύγει στην Ελλάδα τον έβλεπε πράγματι απελευθερωμένο,  χαρούμενο και ομιλητικό. Έλεγε μια παλιά  ιστορία που του συνέβη  πριν την εξορία στη Σιβηρία:

«Μια φορά στο φούρνο μου έπεσε μια βεβαίωση από την τσέπη μου  στο καζάνι με το ζυμάρι και δεν το πρόσεξα, ενώ τη χρειαζόμουν  για μια δουλειά. Έψαχνα παντού και μετά από μέρες μου την έφερε μια θυμωμένη κυρία που τη βρήκε στο ψωμί της.

 Άρχισε να μου  λέει πως θα με καταγγείλει στο Σοβιέτ, γιατί δεν τηρώ τους κανόνες  υγιεινής και διάφορες άλλες απειλές. Ήταν όμορφη. Και ξαφνικά της είπα: «Είσαστε πολύ καλή κυρία μου, και αν δεν βρίσκατε το χαρτί αυτό, δεν θα σας γνώριζα ποτέ, και χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα».



Η κύρια κοκκίνισε, έκλεισε αμέσως το στόμα της  και βιαστικά έφυγε.  Αλλά, ξέρεις, κατάλαβα πως  εγώ της άρεσα, της άρεσαν και αυτά που της είπα!»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.