"Όλια τα Αχ΄΄ Τ΄εμέτερα εγένταν τραγωδίας" Βιβλίο+CD για την ιστορία του Πόντου

Μια  έκδοση που φιλοδοξεί να κατατοπίσει ιστορικά και μουσικά, όσους θέλουν να γνωρίσουν τον Πόντο και τους ανθρώπους του, μέσα από κείμενα και τραγούδια.

Φιλοξενούνται κείμενα που έχουν γράψει οι ιστορικοί Κώστας Φωτιάδης και Βλάσης Αγτζίδης, ο λογοτέχνης Κώστας Διαμαντίδης, ο μουσικός ερευνητής Κωστής Δρυγιανάκης, οι μουσικολόγοι Κωνσταντίνος και Ματθαίος Τσαχουρίδης, ο ερευνητής των Ποντιακών χορών Νίκος Ζουρνατζίδης.

Το βιβλίο σχεδίασαν και εμπλούτισαν με πρωτότυπα ντοκουμέντα και μαρτυρίες
 η Νατάσα Μποζίνη κι ο Μάκης Σεβίλογλου. 

 Τα τραγούδια ερμηνεύουν και παίζουν οι: Γιάννης Κουρτίδης, Αλέξης Παρχαρίδης, Γιώργος Σοφιανίδης, Κωνσταντίνος και Ματθαίος Τσαχουρίδη, Εύα Σταμπολίδου, Βασίλης Παντελίδης, Λευτέρης Ανδρεάδης, Θάνος Τσαμπερτίδης, Γιάννης Σανίδης, Κώστας Παρχαρίδης, Χάρης Τσακαλίδης, Σταύρος Μιχαηλίδης, Στέφανος Σεβίλογλου και Κώστας Φουλίδης.




Αποσπάσματα από το βιβλίο
Τρέξε στα δέντρα να σωθείς’’
(Από το ημερολόγιο του  του Αβράμ Σεβίλογλου- Κολαγούζ 1907 -Κοζάνη 1907)

«-Κάθε καινούρια μέρα ήταν χειρότερη από την προηγούμενη. Τρέχαμε θυμάμαι  κυνηγημένοι, να κρυφτούμε στο δάσος όπου θα είχαμε την κάλυψη των ανταρτών. Εκεί έτσι κι αλλιώς κρύβονταν τα βράδια όλοι οι άντρες του χωριού, φοβούμενοι πως θα τους συλλάβουν για να τους εξορίσουν. Στο χωριό μέναμε μόνο τα παιδιά κι οι γυναίκες. 
Μια μέρα χαλασμός μεγάλος, οι τσέτες άρχισαν να καίνε το χωριό.  Η μάνα μου μας είχε, εμένα πιασμένο από το χέρι και τον Γιάννη, τον μικρότερο αδερφό μου, στην αγκαλιά της. Ξαφνικά καθώς τρέχαμε, μέσα στο χαλασμό, αισθάνομαι τη μάνα μου να σωριάζεται μαζί με τον μικρό αδερφό μου, οπότε και την ακούω να μου λέει τα τελευταία της λόγια, ‘’τρέξε στα δέντρα να σωθείς’’ 
Ήταν η τελευταία φορά που τους είδα. (1919)
Έτρεξα αμέσως να κρυφτώ μέσα στα φυλλώματα των δέντρων, όπου είχαν κρυφτεί κι άλλοι συγχωριανοί μου, με την ελπίδα να βρω τον αδερφό του πατέρα μου, τον  Πανάιωτα, έναν άνδρα θηρίο κοντά δυο μέτρα, να νιώσω σιγουριά κι ασφάλεια κοντά του.  Δεν είχα άλλον στη ζωή, αυτός ήταν ο μόνος συγγενής που μου απέμεινε από κει και πέρα.»


 «-Οι Τούρκοι  μας κυνηγούσαν συνέχεια, τα πράγματα μέρα με τη  μέρα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Κάποια στιγμή μας συνέλαβαν, είπανε πως θα μας εκτοπίσουν σε 15 ημέρες και μας έκλεισαν στο στρατόπεδο της Σεβάστειας. Ο θείος μου, ήξερε πως αυτό δεν θα έχει καλό τέλος,  γνώριζε τι συνέβαινε με όσους πήγαιναν στην εξορία και είχε ήδη χαθεί ο πατέρας μου κι αδερφός του στα  τάγματα εργασίας.  Εγώ τον έβλεπα στο στρατόπεδο διαρκώς σκεφτικό κι ανήσυχο, ώσπου κάποια στιγμή, παίρνει την απόφαση και  πάει να μιλήσει στον σκοπό που μας φύλαγε.
-Τι θα γίνει αδερφέ, πού θα μας πάτε, γιατί δεν μας λέτε;
Ο Τούρκος σκοπός στην αρχή άρχισε να του φωνάζει διώχνοντάς τον, δείχνοντας σκληρός, μα σε λίγο,  κοιτώντας τον πανύψηλο άντρα, άλλαξε συμπεριφορά κι η όψη του πήρε ύφος πιο μαλακό αλλά και πονηρό μαζί.
-Δεν μας λυπάστε, κοιτάξτε τα παιδιά μας, δεν είναι κρίμα να βασανίζονται έτσι; Συνεχίζει ο θείος μου.
Προφανώς ο σκοπός, γνωρίζοντας την τύχη που μας επιφυλάσσονταν,  ελπίζει  σε κάποιο μπαξίσι που θα πάρει από τον θείο μου, οπότε γυρνάει και του λέει:
-Αν θέλετε να σωθείτε, δώστε όλοι από μία λίρα.
-Ποιός λογάριαζε τη λίρα μπροστά στην αγωνία να ζήσει;  Βγάζει ο Πανάιωτας, που μεσολαβεί και για τους υπόλοιπους λιγοστούς συγχωριανούς που απομείνανε από τις διώξεις, και του δίνει  τις λίρες. Ο σκοπός τις παίρνει και του δίνει οδηγίες, πώς δηλαδή θα πάει κοντά τους τη νύχτα και θα τους ειδοποιήσει την κατάλληλη στιγμή να το σκάσουν. 
 Μόλις θα δώσει αυτός σημάδι, θα πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως όλοι, αλλά δεν πρέπει να φοβηθούμε τους πυροβολισμούς που θ’ ακουστούν.
  Εκείνο το γιόμα, έμοιαζε να είχε κολλήσει ο ήλιος στον ορίζοντα χωρίς να θέλει να δύσει. Όλοι ζαρωμένοι μέσα στα ρούχα μας περιμέναμε με χτυποκάρδι το σύνθημα του σκοπού. Κάναμε πως κοιμόμαστε, ώσπου να πυκνώσει το σκοτάδι και να γίνει βαθύ.
   Μεσάνυχτα, ησυχία παντού μέσα στο στρατόπεδο. Το μόνο που ακούγεται είναι τα βήματα των σκοπών που πηγαινοέρχονται πάνω κάτω, ο καθένας στο πόστο του.
Ο Πανάιωτας με μισόκλειστα μάτια περιμένει τον «άνθρωπό μας» να του δώσει το σημάδι του. Μέσα στην αγωνία του, ακούει τα βήματα του σκοπού που  πλησιάζει και τον σκουντά.
alk (σήκω).
Σηκώνεται ο θείος μου και μας ειδοποιεί έναν – έναν. Όλοι στις μύτες των ποδιών και με κομμένη την ανάσα σταυροκοπιόμαστε και ξεκινάμε βουβοί, παρακαλώντας τον Θεό να πάνε όλα καλά. Περνάμε τον μιλημένο σκοπό, που κάνει πως δεν μας προσέχει και συνεχίζουμε για το δρόμο της σωτηρίας που ελπίζαμε.
-Dur (σταματήστε) ακούγεται η φωνή του σκοπού, που είχαμε κάνει τη συμφωνία.
- Δώστε κι άλλες λίρες αλλιώς δεν φεύγει κανείς…΄΄


ΠΟΝΤΟΣ.  ΓΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΧΑΔΙ ΚΑΙ ΑΓΚΑΘΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

(Από τη Νατάσα Μποζίνη)


΄΄Σάββατο 21 Απριλίου 1984
3μμ Καλαμαριά Θεσσαλονίκης

Με το γυαλιστερό μας Toyota Corolla, φτάνουμε στην Καλαμαριά για να δούμε το νέο γυαλιστερό μας διαμέρισμα, στη συμβολή των οδών Πόντου με Ματθαίου Κωφίδη.
Ο Πατέρας περίμενε την μετάθεση του, από την Μεσοποταμία Καστοριάς στη Θεσσαλονίκη και όλοι τον συμβούλευαν να αγοράσει σπίτι στην Καλαμαριά, την καλύτερη παραθαλάσσια  περιοχή, με τη σύγχρονη ανοικοδόμηση και την καλή ρυμοτομία.


Εκείνο το Μεγάλο Σάββατο εμείς, στο πίσω κάθισμα, κολλούσαμε τα πρόσωπά μας στο παράθυρο και χαζεύαμε, με περιέργεια, το νέο τόπο και το αστικό ΄΄τοπίο΄΄
Στην  Κερασούντος, μπροστά στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και την ομώνυμη οδό, που θέλαμε να διασχίσουμε, το αυτοκίνητο σταμάτησε.
Εκατοντάδες άνθρωποι έβγαιναν από την εκκλησία κλαίγοντας και τραγουδώντας.
Δεκάδες άλλοι κρατούσαν στεφάνια τιμής και αποχαιρετισμού. Πίσω τους νεαροί άντρες ντυμένοι με ποντιακές στολές είχαν στα χέρια τους ένα φέρετρο.
 Στη μνήμη μου το χρώμα του έμεινε ξανθό, ίδιο με τις λύρες των μουσικών που το ακολουθούσαν, παίζοντας και επαναλαμβάνοντας: ΄΄ Ο Γώγος Ζει’’
Ακολουθούσαμε την πομπή. Κοίταζα γύρω τον κόσμο που την παρακολουθούσε, βγαίνοντας από τα μαγαζιά, τα καφενεία ή διακριτικά από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Όλοι σιωπηλοί, όλοι βουρκωμένοι. 
Ο Γώγος έξω από τον Ι.Ν Μεταμορφώσεως του Σωτήρος τη δεκαετία του ΄60. Αρχείο Σάββα Πετρίδη
Η μητέρα άνοιξε το παράθυρο για να ρωτήσει ποιον αποχαιρετούν.
-Είναι το ξόδι του Πατριάρχη
Της είπε κάποιος.
Σκέφτηκα ότι σε αυτόν τον τόπο, που θα έρθουμε, αγαπούν πολύ τη θρησκεία και για να ξορκίσουν τον θάνατο...τον τραγουδούν.
Λίγη  ώρα μετά θαυμάζαμε το νέο μας σπίτι-προϊόν  αντιπαροχής και πλασματικής αστικής ανάπτυξης.H πρώτη ΄΄γεύση΄΄ όμως,  από τη νέα μου πατρίδα ήταν η εικόνα ενός κόσμου που θρηνούσε και τραγουδούσε ταυτόχρονα.
 Κανείς δε μου είπε τότε ή μετά, στα σχολικά μου χρόνια, ότι κτίστηκε σε τσαμούρια (λάσπες) όπου βούλιαζαν τα πόδια των προσφύγων στην προσπάθεια να διασχίσουν, να ριζώσουν, να αγαπήσουν τη νέα γη.
Τα σχολικά βιβλία περιορίστηκαν και περιορίζονται σε μια ψυχρή παράθεση χρονολογιών και ΄΄αποσταγμένων΄΄ γεγονότων αδυνατώντας ακόμη, να συνδέσουν  τις γενιές του χθες με αυτές του σήμερα.
Κανείς δε μου είπε, εκείνη την ημέρα, ότι τα πετραχήλια-αυτού του πατριάρχη-ήταν η Λύρα του, με την οποία ευλογούσε το άλγος, για τις χαμένες πατρίδες και κοινωνούσε, με την παγκόσμια γλώσσα -τη μουσική- την ανάγκη: 
Να διασωθεί η ιστορία
...και σε αυτή τη χώρα, την ιστορία διασώζει  η Κοινωνία των Πολιτών.΄΄


(Από τον Μάκη Σεβίλογλου)


 «Δεν ξέρω τι θα φέρει ο χρόνος και πόσο η ιστορία θα ανταποκριθεί στις θελήσεις των καλύτερων παιδιών της. Εγώ πάντως θα επιμένω να γράφω στη γλώσσα της  γιαγιάς μου που με γοητεύει ιδιαίτερα και θα μιλάω πάντοτε για κείνη τη γη. Τη γη του Πόντου. Για την πατρίδα μου. 

Τη χαμένη πατρίδα, όχι των εδαφών, αλλ’ εκείνη της ιστορίας, του πολιτισμού και της μνήμης. Όπως και ο Κωστής Μοσκώφ που λέει, «αρνούμαι την ανταλλαγή.Οι πρόγονοί μου θα μείνουν πάντα στον Πόντο, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τις κορφές του Τσιάμπαζι».
   Αρνούμαι λοιπόν κι εγώ την ανταλλαγή και κρατάω την πιο ανθεκτική σημαία αντίστασης, τη γλώσσα. Σαν τα ποτάμια που τρελάθηκαν και αποφάσισαν, αντί να κατεβούν από τις πηγές στη θάλασσα, να ανεβούνε αντίστροφα το ρεύμα ψάχνοντας να δώσουν ζωή στις ρίζες που έχει ξεράνει ο καιρός.
   Η πράξη αυτή έχει τόσο βεβαιωμένη τη ματαιότητά της, ώστε να δίνει στην ανθρώπινη δυνατότητα σχεδόν τη θεϊκή ιδιότητα να ανατρέψει το βέβαιο, να επιμένει στην προσδοκία της ανατροπής, λάμνοντας κόντρα στα νερά.
    Γιατί οι άνθρωποι, όταν τραγουδάνε, χορεύουν, παίζουν θέατρο, ονειρεύονται, μένουν ζωντανοί οι νεκροί κι οι πατρίδες αθάνατες.»
                                                                


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.