Γράφεται και δημοσιεύεται σε πραγματικό τόπο και χρόνο.
Οι ήρωες είναι φανταστικά πρόσωπα, η πλοκή βρίσκεται σε ΄΄γέννα΄΄, οι ιστορίες και οι στιχομυθίες βασίζονται σε πραγματικά ενδονοσοκομειακά περιστατικά
Καλώς ήρθατε στον κόσμο της υγείας εν έτη 2013 που ακροβατεί Υπέρ Υγείας ή Υπέρ Αναπαύσευως;
Νατάσα Μποζίνη
(Πρώτη Γραφή χωρίς δεύτερη ανάγνωση και επιμέλεια)
Σωτήριο έτος 2013 Μήνας Αύγουστος
Είδε
την πομπή να πλησιάζει και κρύφτηκε πίσω από την πυκνή συστάδα των κυπαρισσιών.
Ξεχώρισε
εύκολα την αγαπημένη μορφή. Τρόμαξε από το σκληρό, ανέκφραστο πρόσωπο με το βλέμμα, στραμμένο σε εσωτερικό κενό.
Η ζέστη ήταν αφόρητη, ένιωσε δύσπνοια και
βίωσε την λιποθυμία. Την ίδια στιγμή η πομπή περνούσε και προσπερνούσε τη συστάδα
των δέντρων.
20
Σεπτεμβρίου 2012
Ο
ΜΙΧΑΛΗΣ
-Μιχαλάτση , Μιχαλάτση κατέβα από το δεντρί
-Δυό κηπουροί δεν κάνουνε σ' ένα μπαξέ
κερά μου
μισεύγω και χαλάλι σου τα μεροκάματά μου
μισεύγω και χαλάλι σου τα μεροκάματά μου
-Αν πάρεις κουλουμούντρα εγώ δε σε
μαζεύω και ας τις μαντινάδες
-Γυναίκα σταμάτα μη σε καταχερίσω τώρα στα γηρατειά
μας. Το μπόλι θα βάλω και θα κατέβω. Μη στέκεις επαέ
Το δεντρί όμως δεν άντεξε το βάρος του Μιχαλάκη και
κατέρρευσε μαζί με τον επίμονο Κρητικό, μπροστά στα τρομαγμένα μάτια της κυρα
Ελενίτσας. Το ουρλιαχτό της ακούστηκε μακριά:
-‘Οη Όη
γιότσα που μας βρήκε… Μανωλιό έβγα γρήγορα χάνουμε τον κύρη σου
Τα βογγητά του κύρη αναστάτωσαν όλο το Ωραιόκαστρο, οι κοντινότεροι γείτονες
έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, ο γιός του
σχημάτισε αμέσως το νούμερο 166
Η
ΚΑΤΙΑ
Την ίδια ώρα η Κάτια έκλεινε την πόρτα, του μικρού
της διαμερίσματος, κάπου στην οδό Αγίου Δημητρίου, αναθεμάτιζε το χαλασμένο
ασανσέρ και κουτρουβαλούσε τις στενές σκάλες με το φθαρμένο μωσαϊκό. Η τύχη
θέλησε να είναι της ίδιας εποχής και αισθητικής με το δάπεδο του νοσοκομείου
όπου έκανε την ειδίκευσή της.
Υπήρχαν φορές με την κούραση να της προκαλεί σύγχυση
και να αναρωτιέται εάν βρίσκεται στο σπίτι ή στο νοσοκομείο.
Τότε βοηθούσε η όσφρηση και η ακοή για να την
επαναπροσδιορίσουν, γεωγραφικά.
Στο αδιευκρίνιστο βουητό της μεγάλης αίθουσας στοιβάζονταν άνθρωποι που πονούσαν και άνθρωποι που υποστήριζαν, δίπλα σε άλλους με διάφορες και διαφορετικού χρώματος ρόμπες εργασίας. Οι ρόμπες τους
έδιναν αίγλη και ένα αδικαιολόγητο-συχνά- κύρος.
Το βουητό ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό της γειτονιάς της
Το βουητό ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό της γειτονιάς της
Ο ήχος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο την στοίχειωνε.
Προσπαθούσε να ακούσει την κάθε φωνή ξεχωριστά αλλά ποτέ δεν υπήρχε ο χρόνος
για να αφοσιωθεί, αποκλειστικά, σε ένα και μόνο περιστατικό.
Τότε θυμόταν τον θείο της από την Γεωργία. Είχε
πάντα στην τσέπη του πουκαμίσου του ένα μικρό διαπασών και ναι… κούρδιζε τη
φωνή του πριν αρχίσει να της αφηγείται ιστορίες και να ψιθυρίζει ρυθμούς, της αλλοτινής
πατρίδας.
Πολλές φορές, στα βράδια της εφημερίας, η Κάτια προσπαθούσε να μειώσει την υπερένταση και να συγκεντρωθεί στα περιστατικά που διαχειριζόταν παράλληλα, μουρμουρίζοντας νοητά, εκείνους τους ρυθμούς.
Προερχόταν
από μουσική οικογένεια και είχε σταλάξει μέσα της η συνήθεια να μετατρέπει την
κάθε λέξη σε νότα.
Έτσι για αυτήν, ο ανθρώπινος πόνος ντυμένος, με ένα μανδύα στωικότητας και δέους προερχόμενου από τα νοσοκομεία και το ιερό επάγγελμα τους φροντιστή υγείας, ήταν συνδεδεμένος με ένα ίσο, βυζαντινό.
Έτσι για αυτήν, ο ανθρώπινος πόνος ντυμένος, με ένα μανδύα στωικότητας και δέους προερχόμενου από τα νοσοκομεία και το ιερό επάγγελμα τους φροντιστή υγείας, ήταν συνδεδεμένος με ένα ίσο, βυζαντινό.
Αντίθετα όταν επέστρεφε στο μικρό της διαμέρισμα και
έπρεπε να διασχίσει την Αγίου Δημητρίου, οι ΄΄μουσικοί δρόμοι΄΄ και όλα,
άλλαζαν…
Ο φοιτητόκοσμος και ο ήχος από τα μικρά ζωηρά καφέ
και τα αυθόρμητα α καπέλα τραγούδια, ήταν ένα παρατεταμένο δυτικό λα-ύμνος της -λανθασμένης- αντίληψης ύπαρξης, της αθανασίας.
Υπήρχαν φορές και η Κάτια γινόταν ο κακός αγγελιοφόρος
ενός επικείμενου θανάτου.
Προσπαθούσε να πάρει ύφος ουδέτερο, για να
αναγγείλει στους συγγενείς μια μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Μετά και αφού άλλαζε την άσπρη ρόμπα με τα άλλα ρούχα τα ΄΄πολιτικά΄΄ γινόταν πάλι μια απλή κοινή κοπέλα ετών 25 και έκλεβε στιγμές πλαστής,
αθανασίας.
Στεκόταν έξω από τα ζωηρά καφέ της γειτονιάς της και
άκουγε, άκουγε ώρα πολύ, τους συνομηλίκους της να λένε τραγούδια, από καρδιάς και πολλές φορές
παράφωνα, υμνώντας πάντα τον έρωτα και ξορκίζοντας τον χωρισμό.
Μπαλάντες για τον έρωτα. Ζεϊμπέκικα για τον χωρισμό
Ήταν τα δικά της ξόρκια στους θανάτους-συναπαντήματα των προηγούμενων ωρών.
Κάπως έτσι την βοηθούσαν και οι μυρωδιές όταν τα
μωσαϊκά της προκαλούσαν σύγχυση
Αλλιώτικο το αντισηπτικό τα ούρα και το αίμα από τις
μυρωδιές του γωνιακού , ξενυχτάδικου,εστιατορίου με τη μεγάλη γκάμα από σούπες.
Πολλές φορές έτρωγε εκεί, στον αιώνιο ΄΄Τσαρουχά΄΄
το δείπνο-πρωινό της. Της άρεσαν όλα, ακόμη και αυτό το περίεργο και διάσημο
πιάτο που το έλεγαν Πατσά στη Θεσσαλονίκη και προκαλούσε αντιφατικά, γευστικά
συναισθήματα σε κάθε ταξιδιώτη.
-Πόσο κακόηχο πιάτο.
Σκεφτόταν…
Σκεφτόταν…
Μόνο κοτόσουπα δεν έτρωγε γιατί την συνέδεε με την
κουζίνα του νοσοκομείου και ήταν εξίσου τραυματικό, στα εκατομμύρια κοτόπουλα
που θυσιάζονται υπέρ υγείας αλλά και στο προσωπικό του νοσοκομείου γιατί τους
θύμιζε το …νοσοκομείο
Κοίταξε το ρολόι της και επιτάχυνε το βήμα προς την
στάση. Ήταν στα όρια του χρόνου.
-Σε λίγο τα ασθενοφόρα θα έφερναν τα περιστατικά
Σκέφτηκε αλλά διόρθωσε αμέσως την σκέψη της:
-Θα έφερναν τους ασθενείς.
-Σε λίγο τα ασθενοφόρα θα έφερναν τα περιστατικά
Σκέφτηκε αλλά διόρθωσε αμέσως την σκέψη της:
-Θα έφερναν τους ασθενείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.